- περικαθαίρουσι
- περί-καθαίρωcleansepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)περί-καθαίρωcleansepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικαθαίρω — Α 1. καθαρίζω κάτι από όλες τις μεριές, από παντού, καθαρίζω κάτι εντελώς («οἱ ἁλιεῑς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», Αριστοτ.) 2. καθαρίζω κάτι στις άκρες 3. μτφ. εξαγνίζω κάτι εντελώς … Dictionary of Greek